- παλάθη
- παλάθη, ἡ (Α)1. αρμαθιά ξηρών καρπών, ιδίως σύκων2. (γενικά) μάζα από πεπιεσμένους καρπούς, όπως λ.χ. σύκων, ελαιών, σταφίδων.[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Η λ. παλάθη συνδέεται πιθ. με τις λ. παλάμη*, παλαστή* «παλάμη», πελανός* «είδος γλυκίσματος» ή κατ' άλλους με το ρ. πλάσσω (πρβλ. κορο-πλάθος, πηλο-πλάθος, πλάθ-ανον*). Ωστόσο, είναι πιθ. όλοι οι προηγούμενοι τ. να ανάγονται σε κοινή ΙΕ ρίζα *pel∂- / *plā με σημ. «ευρύς, απλώνω» (βλ. και λ. πλάσσω). Έχει προταθεί, επίσης, η σύνδεση τής λ. με το αρχ. άνω γερμ. flado (πρβλ. γαλλ. flan «είδος γλυκίσματος»). Τέλος, τόσο η σύνδεση τής λ. παλάθη με το ρ. πίμπλημι, όσο και η άποψη ότι πρόκειται για δάνεια λ., δεν θεωρούνται πιθανές].
Dictionary of Greek. 2013.